Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ο κόσμος έχει γεύση μαρμελάδα βατόμουρο…

mn Αρέσκεται τα βράδια να σκοτώνει τον εαυτό του. Να τον δηλητηριάζει λίγο λίγο, είτε με αλκοόλ, είτε με τσιγάρα, είτε με διάφορες άλλες ουσίες αμφιβόλου προελεύσεως. Η γλυκιά ζάλη , που βουτάει μέσα της κάθε βράδυ, θυμίζει μαρμελάδα, βατόμουρο νομίζω. Ο χρόνος ραγίζει, τα ρολόγια σταματάνε… Η κραυγή της σιωπής θολώνει το τζάμι της παράνοιας του και βλέπει το χρόνο όπως πραγματικά είναι. Σαν μια πολύχρωμη μπάλα με άχυρα. Όσα άχυρα και να πάρεις, όσα να προσθέσεις και σε όσα να αλλάξεις θέση είναι και πάλι μια μπάλα με άχυρα. Κάποια βράδια ακούει και φωνές. Του λένε τι να κάνει και πώς μπορεί να ελέγξει καταστάσεις. Κρίμα που το πρωί δεν θυμάται ποτέ τίποτα…

Γλυκός καφές και στριφτά τσιγάρα. Σε μία ανώνυμη καφετέρια, περνάνε τα χρόνια. Τα πρόσωπα κάθε τόσο αλλάζουν αλλά το σύνολο παραμένει το ίδιο. Νέα γενιά που βιάζεται να μεγαλώσει και να αλλάξει τον κόσμο. Έναν κόσμο που προσπαθεί να της επιβληθεί όπως ένας ζηλιάρης γκόμενος στην δικιά του. Λίγοι θα κάνουν την διαφορά, οι περισσότεροι θα καταλήξουν “βολεμένοι” σε μια δουλειά που δεν θα τους αρέσει.
Συμβιβασμός…
Είναι ευχή και κατάρα να ξέρεις προς τα πού κινείται ο κόσμος. Περισσότερο το δεύτερο. Καταδικασμένος να βλέπει και να διακρίνει καταστάσεις που δεν μπορεί ή δεν θέλει, να κάνει τίποτα για να τις βοηθήσει. Τα σκουριασμένα γρανάζια του χρόνου κινούνται και ομίχλη σκεπάζει το παρελθόν. Για να το κρύψει ή να το σβήσει; Αυτό δεν το έχει καταλάβει ακόμα. Αλλά όπως πολλοί είπαν πριν από αυτόν “κάτι που δεν το θυμάσαι δεν έγινε ποτέ” . Ίσως αυτή να είναι και η κατάληξη του, να μην τον θυμάται κανείς παρά μόνο κάτι παλιοί φίλοι, όπως τώρα, κρυμμένο στην πιο απόμακρη και σκοτεινή γωνία του μυαλού τους…
Δύο Ευρώ και ογδόντα λεπτά. Τα άφησε, όπως πάντα, πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι και κίνησε αργά, προς την έξοδο ανάβοντας ένα τσαλακωμένο τσιγάρο. 
Διάλεξε ένα από τα αγαπημένα του παγκάκια στην πλατεία των Εξαρχείων. Από εκείνα που σου επέτρεπαν να παρατηρείς τον κόσμο χωρίς να ανακατεύεσαι και πολύ… Ταΐζοντας τα περιστέρια κάτι πρόχειρο που είχε κρυμμένο σε μια από τις τσέπες του σακακιού του για κάτι καταστάσεις σαν κι αυτή.
Παρατηρούσε…
Τα πρεζάκια, μόνιμοι κάτοικοι αυτής της πλατείας, παιδιά που δεν βιάζονταν να μεγαλώσουν, όχι πια. Το καθένα είχε την δική του ιστορία που μοιραζόταν μαζί σου, αν καθόσουν να ακούσεις. Περαστικοί ήταν από αυτό τον κόσμο, ταξιδιώτες με το εισιτήριο τους στην τσέπη πίσω τσέπη του σκισμένου τζίν. Το είχαν ξεχάσει καιρό εκεί και δεν είχαν καν κοιτάξει την ημερομηνία και την ώρα αναχώρησης.
Ένοικους και που έμεναν στα τριγύρω σπίτια, χαμηλά ενοίκια εικάζονταν, αλλιώς θα έφευγαν από αυτή την “κωλο-περιοχή”. Είχες και αυτούς που καταλάθος βρέθηκαν εκεί, μια λάθος στροφή ένας λάθος δρόμος και “συγνώμη πως μπορώ να βγω στο Μετρό…”.  Παλιά ήταν αλλιώς είχε και άλλους να ασχολείται, κάτι τρελαμένους που πίστευαν ότι ήξεραν πως κινείται ο κόσμος.
Τρίχες! Ο κόσμος έχει γεύση μαρμελάδα, βατόμουρο…
Οι περισσότεροι από αυτούς κατέληξαν ή σε τρελλάδικο ή νεκροί, αυτοκτονία αστέγου έγραφαν καμιά φορά οι εφημερίδες με ψιλά γράμματα ανάμεσα σε άλλες, σημαντικότερες, ειδήσεις. “Που Βαδίζει αυτή η πόλη;” Ναι, μερικές φορές την έκαναν κι αυτή την ερώτηση. Σωστή ερώτηση αλλά κρίμα κανείς δεν έμπαινε ποτέ στο “τριπάκι” να δώσει, μια οποιαδήποτε, απάντηση….  

Μεσημέρι στα Εξάρχεια, σαν ανέκδοτο ακούγεται…
Τόσα χρόνια τόσες βραδιές και τόσες ιστορίες, με πριγκίπισσες και πρίγκιπες με δράκους και στοιχειά… Τις κρατάει όμως για τον εαυτό του και δεν δέχεται να τις μοιραστεί με κανέναν πια. Φοβάται. Φοβάται πως θα τον περάσουν για τρελό. Το έχει δει το έργο να επαναλαμβάνεται πολλές φορές μπροστά του. Σα χιλιοπαιγμένη παράσταση θεάτρου, ίδιο σενάριο και πλοκή, μόνο πρωταγωνιστές και κομπάρσοι αλλάζουν…
Θα φανταστείτε τώρα διάφορα, όπως τι γνώμη έχει αυτός. Ε λοιπόν, δεν έχει. Το παρελθόν κάνει τα βήματα του να τον οδηγούν προς τα εκεί, πάντα. Αυγουστιάτικα φεγγάρια να αχνοφαίνονται ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Μελωδίες κιθάρας και φωνές φοιτητών να παλεύουν να ακουστούν πάνω από τη φασαρία της πόλης μαζί με την εκκωφαντική σιωπή της νύχτας. Μπύρες και ανώνυμο αλκοόλ μοιρασμένο στην παρέα της βραδιάς χωρίς ανταλλάγματα, για να περάσουν καλά, όποιος είχε πρόσφερε. Πιο φτωχοί ήταν τότε αλλά συνάμα και πιο πλούσιοι… Όσοι γυρνούσε και ξενυχτούσε, μαζί τους, που του έλεγαν κάθε τόσο πως είναι εκείνοι που θα αλλάξουν τον κόσμο, η γενιά τους…! Διάλεξαν να “σοβαρευτούν”. Μετακόμισαν σε καλύτερες περιοχές και ναι, έπιασαν και μια δουλειά που δεν την “γουστάρουν” και δεν θα έκαναν ποτέ όσα και να τους προσέφεραν…   

1 σχόλιο:

herpoir@yahoo.com είπε...

"Η ζωη δεν αντεχετε χωρις μικρες δοσεις θανάτου"
Φράση που ακουσα σε ακαιρη στιγμή, αλλα πάντα τη θυμάμαι..