Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009
Ο κόσμος έχει γεύση μαρμελάδα βατόμουρο…
Σάββατο 29 Αυγούστου 2009
Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα.
Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα. Από τότε βλέπω τη ζωή σαν ένα μεγάλο αστείο, ίσως και να είχε δίκιο τώρα που το καλοσκέπτομαι.
Όσες φορές πήγα να την πάρω στα σοβαρά έφαγα τα μούτρα μου. Ενώ από την άλλη όποτε γέλαγα πέρναγα καλά ακόμη κι αν το γέλιο μου ήταν απλά μια μάσκα για να κρύψει καλά την μελαγχολία μου.
Μου λένε ότι είμαι σκεπτόμενο άτομο, εγώ δεν τους πιστεύω. θεωρώ ότι είμαι βλάκας. Ίσως να είμαι το ένα ή ίσως πάλι το άλλο. Ονειροπόλος ναι, σίγουρα είμαι! Μου αρέσει να κάνω τους άλλους να γελούν, αλλά όχι τα ψεύτικα τα γέλια, από αυτά που κρύβουν οι περισσότεροι τσαλακωμένα στην τσέπη τους σαν παλιό δίπλωμα μοτοσακού ή σα το χαρτί από τα διόδια, που ποτέ δεν το κοιτάς εσύ, αλλά το έχεις μόνο και μόνο για να το δείχνεις στους άλλους, αν και μόνο αν σου το ζητήσουν ή “το επιβάλλουν οι καταστάσεις”, όπως συνήθιζε να μου λέει η μητέρα μου και το παλιό μου αφεντικό.
Εγώ αποζητώ τα άλλα, τα αληθινά χαμόγελα. Αυτά που τα έχουν όλοι καλά κλειδωμένα σε ένα συρτάρι, μαζί με παλιές φωτογραφίες από το σχολείο και το λουλούδι που σου είχε χαρίσει τότε, θυμάσαι, ο παιδικός σου έρωτας μαζί με τα λόγια “μαζί για πάντα” κακογραμμένα σε ένα παλιό φύλο τετραδίου. Το ξέρω δε θυμάσαι, έχεις χάσει το κλειδί για εκείνο το καταραμένο συρτάρι του κομοδίνου και όλο απορείς τι είχες κλειδώσει εκεί μέσα. Τα αληθινά χαμόγελα αποζητώ. Μπορεί όταν μιλάω με κάποιον να τον στενοχωρήσω ή ακόμη και να τον κάνω να κλάψει. Δεν το κάνω από κακία! Για να μπορέσεις να γελάσεις με την καρδιά σου και από τα βάθη της ψυχής σου, όπως κάτι παιδιά που γνώριζα… Γέλασαν τόσο δυνατά και ειλικρινά που έφυγαν για τη χώρα του Ποτέ. Μη γελάς υπάρχει, κάπου εκεί ψηλά. Άμα γελάσεις κάποια μέρα με την καρδιά σου θα σε πάω μια βόλτα για να δεις ότι δε λέω ψέματα…
Πρώτα όμως πρέπει να καταλάβεις. Να σου δείξω τον κόσμο γύρω σου και να σου συστήσω ξανά τον εαυτό σου. Τι ήθελες τότε και τι θέλεις τώρα. Μη δοκιμάσεις να πεις ψέματα, απλά το συρτάρι σου θα ανοίξω και θα δεις πράγματα τα οποία εσύ ο ίδιος άφησες, κάποτε, εκεί. Μακρινά τώρα ποια, αλλά γνώριμα. Θα σου τα συστήσω ένα ένα σαν παλιές σου αγαπημένες που κάποτε τις ήξερες καλά αλλά δεν μπορείς να γυρίσεις κοντά τους.
Μετά, ίσως δακρύσεις, ίσως γελάσεις μπορεί και τα δύο.
Αν καταφέρω να το κάνω αυτό σε εσένα και όλους όσους γνωρίζω τότε θα είμαι ευχαριστημένος.
Πώς; Δεν γίνεται,αυτό;
Είδες; από την αρχή σου το ‘πα εγώ…
Είμαι βλάκας και ονειροπόλος!
Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009
Etsi apla, ksanarhisa na grafw...
Μια εικόνα από μια ερημική παραλία, μόνος κάθεται και χαζεύει το ηλιοβασίλεμα στη σκιά ενός δέντρου. Δεν μπορεί να το περιγράψει είναι φορές που ακόμη και όλες οι λέξεις του κόσμου δεν μπορούν να περιγράψουν μία εικόνα ή ένα συναίσθημα… Αδειάζει το ποτήρι του και τινάζει το κεφάλι του. Ανοίγει το ψυγείο γεμίζει το ποτήρι με πάγο, βάζει μια ακόμη δόση από το ποτό του. Ξανακάθεται στην καρέκλα του και κοιτάει την λευκή κόλλα. Πιάνει το μολύβι αποφασισμένος.
«Καλησπέρα»
«καλησπέρα»
«Με λένε Αντρέα»
«Ναι σε λένε Αντρέα.»
Οι μονόλογοι με τον καθρέφτη ποτέ δεν βοήθησαν κανένα.
«Θα σου πω ένα μυστικό. Ποτέ δεν έγραψα τίποτα. Οι λέξεις μου έκαναν την χάρη και έρχονταν σε μένα δίνοντας μου καμία επιλογή πέρα από να τις εκφράσω όπως μπορώ.
Άλλες φορές γράφοντας και άλλες σχεδιάζοντας. Ελπίζω να επισκέπτονται κι εσένα και να μην είσαι μόνος. Πολλοί μαθαίνουν ή τους μαθαίνουν να τις αγνοούν όταν είναι ακόμη παιδιά. Για αυτό μου αρέσει ακόμη και τώρα να μιλάω με μικρούς, δεν έχουν ακόμη στερηθεί το δικαίωμα να φαντάζονται και να ονειρεύονται. Λένε πάντα αυτό που αισθάνονται και είναι αληθινό.
Το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να του επιτρέψεις να είναι ο εαυτός του και ποτέ μα ποτέ να μην προσπαθήσεις να τον αλλάξεις. Όλοι είναι αυτό που είναι αν σου αρέσει κράτα το, αν όχι βρες κάτι άλλο…
Έτσι αυτό θέλω κι από εσένα να είσαι ο εαυτός σου να μην υποκρίνεσαι και να μην υποκλίνεσαι σε κανέναν. Να λες πάντα αυτό που αισθάνεσαι και να σκέφτεσαι πάντα σαν παιδί. Ελεύθερα και με μεγάλες δόσεις φαντασίας. Μην ξεχνάς ποτέ πως ήταν να είσαι παιδί η κάθε ηλικία έχει τις δικές της δυσκολίες κάτι που εσένα θα σου φαίνεται ένα τίποτα, σε κάποιον μικρότερο μπορεί να είναι τα πάντα. Έχεις παιδιά; Δεν ξέρω γιατί δεν σε έχω γνωρίσει ακόμα αλλά μια μέρα θα σε γνωρίσω! Αν έχεις, από δω και κάτω είναι για αυτά δώστους να το διαβάσουν και συγνώμη που παίρνω το θάρρος να τους μιλήσω.
Προσπαθήστε να μην παρεξηγείτε τον πατέρα σας, ότι λέει το λέει γιατί σας νοιάζεται. Φανταστείτε ότι αυτό σας το λέει κάποιος που μισούσε τους μεγάλους και σιχαινόταν τον εαυτό του που μεγάλωνε. Προσπαθώ να μην αλλάξω και να μείνω πάντα παιδί. Ο χρόνος θα δείξει. Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις γονείς το ξέρω… Πάντα να χαμογελάτε εσείς και όλα θα γίνουν, στην τελική η ζωή είναι ένα αστείο. Για αυτό μην την πάρετε ποτέ στα σοβαρά… Αν την πάρετε στα σοβαρά είναι σα να πάτε στο τσίρκο και να κλαίτε με τους κλόουν, έλεος…
Πάνω κάτω αυτά είχα να σας πω…
Χάρηκα που σε γνώρισα κι εσένα και τα παιδιά σου,
Owlish. “
Τύλιξε το χαρτί, το έβαλε σε ένα φάκελο, έγραψε επάνω την διεύθυνση και το όνομα που θα το έστελνε, στο όνομα του αποστολέα έγραψε Owlish και τα στοιχεία του.
Το επόμενο πρωί πήγε και έκανε το πιο ασυνήθιστο αίτημα στο ταχυδρομείο. Ζήτησε να του στείλουν το γράμμα αλλά σε 21 χρόνια.
«Μα συγνώμη…» του είπε ένας υπάλληλος, με το βλέμμα γεμάτο απορία,
«Η διεύθυνση του αποστολέα είναι ίδια με του παραλήπτη. Τι κάνετε στέλνετε γράμμα στον εαυτό σας σε 21 χρόνια από τώρα…;»
«Αυτό ακριβώς…»
Σκοπιά...
Το παζλ αρχίζει να χαλάει τα "κομμάτια" κουνιούνται από την θέση τους και προσπαθούν να φύγουν. Η προσπάθεια να κρατήσεις μια συνοχή στην σκέψη σου και να "κατευθύνεις" τις λέξεις να εκφράσουν αυτό που θέλεις εσύ και όχι εκείνες, είναι μεγάλη. Το μολύβι εξακολουθεί να τρέμει και τα φύλλα από το μπλοκάκι να φτάνουν στο τέλος τους. Όχι δεν πρέπει, όχι τώρα... Τα πόδια σου μέσα στα άρβυλα έχουν παγώσει η σκοπιά μπάζει νερά και ο καιρός το πάει για βροχή... Τρίχες! Κουραφέξαλα! Είσαι "καταραμένος" να θέλεις να σώσεις αυτό που έχεις.
Ησυχία...
Κοιτάς τριγύρω διαβάζεις τι γράφει στους τοίχους. "Ελένη σε θέλω, Κώστας", "Γ+Ε" "Κωνσταντίνα και Μάριος"... Μηδέν έμπνευση! Ψάχνεις κάτι, ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι πρωτότυπο, κάτι να σου αποδείξει πως δεν είσαι μόνος σου και πως δεν έχεις τρελαθεί. "Ακούς" την κραυγή που βγάζουν οι λέξεις και βλέπεις εικόνες που προσπαθείς απεγνωσμένα να περιγράψεις και να σώσεις πριν χαθούν στο σκοτάδι του μυαλού σου και οι υπόλοιπες σκέψεις τις σβήσουν σαν κείμενο πάνω σε μαυροπίνακα... Μα τι λέω; Μόνος σου είσαι και νιώθεις ακόμη πιο μόνος όταν είσαι με πολλά άτομα. Πάντα το ήξερες απλά δεν το παραδεχόσουν, μήπως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή;
ΟΧΙ!
Θα συνεχίσεις να ελπίζεις πως σε κάποια γωνιά του κόσμου κάπου ξεχασμένοι από τους Θεούς υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσένα ή έστω ακόμη κι άλλος ένας σου φτάνει...
Βροχή. Σταγόνες χαϊδεύουν τα τζάμια της σκοπιάς και αυτή δακρύζει μαζί σου. Είναι κακό τελικά να είσαι ιδεαλιστής και ονειροπόλος, όλοι πριν από εσένα το πλήρωσαν ακριβά. Μα καλά δεν σε δίδαξε τίποτα η ιστορία; Ποτέ δεν μπόρεσε πάντα πίστευες ότι ο κόσμος είναι σαν ένα παλιό βιβλίο με σελίδες μουτζουρωμένες και κακογραμμένες. Και άλλες λείπουν σαν κάποιος να τις αφαίρεσε βίαια, σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεχάσει τι έγραψε... Από την άλλη έχεις αρκετές κενές σελίδες ακόμη και το τι θα γραφτεί από δω και πέρα μετράει για σένα. Υπάρχουν ακόμα ελπίδες, αχνές μεν, αλλά υπάρχουν, να γραφτεί μια καλή ιστορία. Ένα καλό τέλος πάντα έσωζε πολλά παραμύθια.
Τα κομμάτια και οι λέξεις τώρα απλά εισβάλουν στο μυαλό σου χωρίς το σύνολο τους να βγάζει κανένα νόημα... Μόνο εικόνες και λέξεις, σκόρπιες...
Ίσως να φταίει το κρύο...
Ola tha pane kala...
Κρατάς σφιχτά το όπλο ανάμεσα στα χέρια σου, σαν μια παλιά αγαπημένη, με το γεμιστήρα "κουμπωμένο". Δεκαπέντε και τρεις μέτρησες πριν λίγο στην αλλαγή. Το σύνολο δεκαοκτώ... Και είναι τότε που έρχονται οι σκέψεις, απρόσκλητες στο μυαλό σου. Σκελετοί που σου χαϊδεύουν στοργικά την πλάτη. Ένα ρίγος διαπερνά την ραχοκοκκαλιά σου. Δεν είναι το κρύο, όχι αυτή τη φορά... Είναι σκέψεις που δεν είχες τολμήσει ποτέ ή δεν ήθελες να κάνεις.
Πριν είκοσι λεπτά σου μίλησα στο κινητό κι όμως είναι σα να πέρασαν ώρες, όχι πολλές, αρκετές όμως για να αρχίσουν οι αμφιβολίες να σε βασανίζουν. "Γιατί ήσουν τόσο ψυχρή σήμερα;" Φταίει που είμαι μακριά και άρχισε η αγάπη να ξεφτίζει σαν καρδία ζωγραφισμένη με μολύβι σε χαρτί που πάλιωσε ξεχασμένο μέσα σε ένα συρτάρι σαπισμένο από την υγρασία.
Τσιγάρο. Απαγορεύεται αλλά δεν γαμιέται 5Φ είναι αυτά. 3 η ώρα και φώτα δεν φαίνονται στο βάθος... Σε θυμάμαι σαν χτες να μου λες ότι όλα θα πάνε καλά στο σταθμό Λαρίσης λίγο πριν το βραδινό τρένο Νο604 ξεκινήσει για τον τελικό του προορισμό, "Για Αλεξανδρούπολη και ενδιάμεσους σταθμούς...".Ανακοίνωνε, κάποιος βραχνά από τα μεγάφωνα, "...αμαξοστοιχία 604 αναχωρεί στις 23:55".Αλλά εγώ δεν τους άκουγα αντιλαλούσε μόνο η φωνή σου στο μυαλό μου "όλα θα πάνε καλά...".
Ξεκίνησε το τρένο στην προβλεπόμενη ώρα μεταφέροντας πολλούς σαν κι εμένα ντυμένους στα χακί. Πήγαινα, εδώ που είμαι τώρα, ένα μέρος ξεχασμένο από τους Θεούς "όλα θα πάνε καλά...", έτσι δεν είπες; Πάντα σου άρεσε να ζεις μέσα στα παραμύθια και έτσι το είδες και "αυτό", σαν παραμύθι. Μια ιστορία με πριγκήπισσες δράκους και ένα καλό τέλος για όλους. Αλλά κουκλίτσα μου έχω "γεράσει" για να πιστεύω σε παραμύθια με καλό τέλος. Για μένα η Χιονάτη είναι μια τσούλα και ο Μικρός Πρίγκιπας πρεζάκι στα Εξάρχεια. Τότε σε κρατούσα στα χέρια μου σαν την άμμο σε μια όμορφη απόμερη παραλία και έπαιζα μαζί σου. Τώρα κάτι έχει αλλάξει ανάμεσα μας, σε νιώθω σαν τον καπνό του τσιγάρου μου. Μπορώ να σε δω και να καταλάβω ότι είσαι μαζί μου αλλά χωρίς να μπορώ να σε αγγίξω. Απλώνω το χέρι μου για να σε πιάσω και ξεγλιστράς ανάμεσα στα δάχτυλα μου... Απομακρύνεσαι και σκορπίζεις μακρυά μου...
Όχι δεν είναι το ίδιο, δεν πάνε όλα καλά...
Κυριακή 9 Αυγούστου 2009
Μια Ιστορία με "σκελετούς" και μια ντουλάπα... :P
Συνηθίζουμε όλοι να τους στοιβάζουμε μέσα σε μια παλιά δρύινη ντουλάπα, ο καθένας την δική του. Υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχουν καν, λεμέ πως τους έχουμε διαγράψει ή ακόμη καλύτερα σκοτώσει. Είναι όμως μια παλιά ντουλάπα, το σαράκι και η υγρασία έχουν φάει το ξύλο της, οι ρεζέδες της έχουν χαλάσει και δεν κλείνουν πια καλά τα φύλλα της. Κάθε βραδύ όταν πέφτεις για ύπνο την ακούς να τρίζει ολόκληρη, τότε εσύ προσεκτικά κλείνεις την πόρτα της και την κρατάς καλά σφαλιστή. Για να μην καταφέρει να βγει τίποτα και κανένας τους έξω...
Που και που έρχονται κάτι βραδιά που είσαι ή νιώθεις πραγματικά μονός. Τότε οι «σκελετοί σου» βρίσκουν την ευκαιρία, αποκτούν δύναμη, ανοίγουν την πόρτα και έρχονται κοντά σου. Όλοι μαζί ή ένας-ένας, κάθονται πίσω σου και σου ψιθυρίζουν λέξεις. Λέξεις που δεν τόλμησες ποτέ να πεις, σου υπενθυμίζουν την παρουσία τους, τόσο ζωντανοί όσο ήταν όταν αποφάσισες, κάποτε, να τους κλείσεις εκεί. Αυτό είναι η εκδίκηση τους ή το παιχνίδι τους, αλήθεια δεν ξέρω τι από τα δυο. Μονή σου επιλογή να τους ακούς και το μυαλό σου να τρέχει…. Θες να φύγουν, πραγματικά το θες, αλλά δεν έχεις πια την δύναμη να τους ξανακλείσεις «εκεί μέσα», δεν μπορείς, είσαι αδύναμος τώρα…
Ίσως το πρωί…
Ώρες ή στιγμές μετά φεύγουν μονοί τους, όπως κάθε φορά, κλείνονται στην «ντουλάπα» τους και αρκείσαι μονό να ακούς την ντουλάπα να τρίζει και να σε ξυπνάει που και που τα βραδιά μονό και μονό για να σου υπενθυμίζει ότι βρίσκεται ακόμη εκεί...