Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα.

Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα. Από τότε βλέπω τη ζωή σαν ένα μεγάλο αστείο, ίσως και να είχε δίκιο τώρα που το καλοσκέπτομαι. 
Όσες φορές πήγα να την πάρω στα σοβαρά έφαγα τα μούτρα μου. Ενώ από την άλλη όποτε γέλαγα πέρναγα καλά ακόμη κι αν το γέλιο μου ήταν απλά μια μάσκα για να κρύψει καλά την μελαγχολία μου.

Μου λένε ότι είμαι σκεπτόμενο άτομο, εγώ δεν τους πιστεύω. θεωρώ ότι είμαι βλάκας. Ίσως να είμαι το ένα ή ίσως πάλι το άλλο. Ονειροπόλος ναι, σίγουρα είμαι! Μου αρέσει να κάνω τους άλλους να γελούν, αλλά όχι τα ψεύτικα τα γέλια, από αυτά που κρύβουν οι περισσότεροι τσαλακωμένα στην τσέπη τους σαν παλιό δίπλωμα μοτοσακού ή σα το χαρτί από τα διόδια, που ποτέ δεν το κοιτάς εσύ, αλλά το έχεις μόνο και μόνο για να το δείχνεις στους άλλους, αν και μόνο αν σου το ζητήσουν ή “το επιβάλλουν οι καταστάσεις”, όπως συνήθιζε να μου λέει η μητέρα μου και το παλιό μου αφεντικό.

Εγώ αποζητώ τα άλλα, τα αληθινά χαμόγελα. Αυτά που τα έχουν όλοι καλά κλειδωμένα σε ένα συρτάρι, μαζί με παλιές φωτογραφίες από το σχολείο και το λουλούδι που σου είχε χαρίσει τότε, θυμάσαι, ο παιδικός σου έρωτας μαζί με τα λόγια “μαζί για πάντα” κακογραμμένα σε ένα παλιό φύλο τετραδίου. Το ξέρω δε θυμάσαι, έχεις χάσει το κλειδί για εκείνο το καταραμένο συρτάρι του κομοδίνου και όλο απορείς τι είχες κλειδώσει εκεί μέσα. Τα αληθινά χαμόγελα αποζητώ. Μπορεί όταν μιλάω με κάποιον να τον στενοχωρήσω ή ακόμη και να τον κάνω να κλάψει. Δεν το κάνω από κακία! Για να μπορέσεις να γελάσεις με την καρδιά σου και από τα βάθη της ψυχής σου, όπως κάτι παιδιά που γνώριζα… Γέλασαν τόσο δυνατά και ειλικρινά που έφυγαν για τη χώρα του Ποτέ. Μη γελάς υπάρχει, κάπου εκεί ψηλά. Άμα γελάσεις κάποια μέρα με την καρδιά σου θα σε πάω μια βόλτα για να δεις ότι δε  λέω ψέματα… 

Πρώτα όμως πρέπει να καταλάβεις. Να σου δείξω τον κόσμο γύρω σου και να σου συστήσω ξανά τον εαυτό σου. Τι ήθελες τότε και τι θέλεις τώρα. Μη δοκιμάσεις να πεις ψέματα, απλά το συρτάρι σου θα ανοίξω και θα δεις πράγματα τα οποία εσύ ο ίδιος άφησες, κάποτε, εκεί. Μακρινά τώρα ποια, αλλά γνώριμα. Θα σου τα συστήσω ένα ένα σαν παλιές σου αγαπημένες που κάποτε τις ήξερες καλά αλλά δεν μπορείς να γυρίσεις κοντά τους.

Μετά, ίσως δακρύσεις, ίσως γελάσεις μπορεί και τα δύο.
Αν καταφέρω να το κάνω αυτό σε εσένα και όλους όσους γνωρίζω τότε θα είμαι ευχαριστημένος.
Πώς; Δεν γίνεται,αυτό;
Είδες; από την αρχή σου το ‘πα εγώ… 
Είμαι βλάκας και ονειροπόλος!   

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Nothing Just a thought :P (kata to 2000 kai kati an thumamai kala) Mia periodos me polles krepales.....

H ZΩH KYΛA ANAMEΣA ΣTA ΔAXTYΛA ΣOY, ΣAN TON KAΠNO TOY TΣIΓAPOY... OI AΔIKEΣ EΠIΛOΓEΣ ΠOY EXEIΣ EINAI ΔYO. H' THN AΦHNEIΣ NA ΦYΓEI ME MIA AMYΔPH ENTYΠΩΣH OTI THN AΓΓIΞEΣ H' THN POYΦAΣ ANYΠOMONA KAI AXOPTAΓA ΓIA NA ΣE ΣKOTΩΣEI TEΛIKA...

Ιστορίες από την 604

Η ιστορία ξεκινάει ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα. Έχει πιάσει Φλεβάρης ποια και το καλοκαίρι δεν είναι παρά μόνο μια μακρινή ανάμνηση. Διακοπές από νησί σε νησί και με την υγρασία της θάλασσας να σε δροσίζει κάθε λεπτό και συνάμα το αλάτι να κάνει το κορμί σου να κολλάει όλο και πιο πολύ. Κάθε μέρα γέλια, τόσα πολλά χαμόγελα… Σου λένε κάνε τα πάντα το καλοκαίρι για να έχεις τις βραδιές του Αυγούστου να σου κρατάνε παρέα, μαζί με το αλκοόλ, τις κρύες νύχτες του χειμώνα… Αλλά είναι πράγματι έτσι; Σε αντίθεση με τους πρώτους άλλοι πιστεύουν στο μέτρο και άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ποτέ δεν σου λείπει κάτι το οποίο δεν έχεις κάνει κάποια στιγμή τις ζωής σου και έχεις απλά μια ιδέα. Είναι σαν να μυρίζεις ένα γλυκό που δεν έχει δοκιμάσει ποτέ κι όμως αν είχες τολμήσει και είχες δοκιμάσει κάποτε θα σου έλειπε περισσότερο ή μήπως τώρα που η μυρωδιά και η φαντασία σου, σου παίζουν παράξενα παιχνίδια σε ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι με παλιάτσους και γελωτοποιούς. Με τέτοιες σκέψεις παιδεύω το μυαλό μου συχνά πυκνά όταν τύχει να μείνω μόνος μου για λίγο.
Ναι, καλά το καταλάβατε η πρώτη ιστορία είναι κομμάτι της δικιάς μου η οποία δεν ολοκληρώνεται εδώ και ίσως να μην ολοκληρωθεί και ποτέ…
Ήταν Φλεβάρης λοιπόν και ο καιρός ήταν ψυχρός, αθόρυβα ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του φεγγαριού και προσγειώθηκε στο χέρι που κρατούσε την τσάντα με τις λιγοστές αποσκευές. Έκανα δυο βήματα κατά πίσω για να κρυφτώ από το μελαγχολικό βλέμμα του φεγγαριού, κάτω από το υπόστεγο.
Ο χρόνος κυλούσε ανελέητα και ασταμάτητα όπως πάντα. 23:31 έγραφε ο πρασινόμαυρος πίνακας αναχωρήσεων-αφίξεων με μεγάλα πράσινα γράμματα.
«Η αμαξοστοιχία 604 με προορισμό την Αλεξανδρούπολη θα αφηχθεί σε λίγα λεπτά.» Φώναζε κάποιος βραχνά στο μεγάφωνο… Μα καλά ποιους διαλέγουν να εκπροσωπήσουν ως φωνές το σταθμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έμοιαζε λες και ο ομιλητής το προηγούμενο βράδυ έπινε κάτι αλκοολούχο, παγωμένο και κάπνιζε σαν αράπης… Έλεος.

Etsi apla, ksanarhisa na grafw...

Ξαναέπιασε το μολύβι στα χέρια του μετά από αρκετό καιρό, τόσο μακρινό και συνάμα τόσο, μα τόσο γνώριμο… Στην αρχή σχεδίασε κάτι, έτσι για να υπάρχει και να το καλοπιάσει. Να του κάνουν την χάρη οι λέξεις και να εισβάλουν στο μυαλό του μια ακόμη νύχτα… Η κατάρα του να σκέφτεται ισχύει ακόμη τελικά, φλερτάρει με τις λέξεις και προσπαθεί να τις βάλει σε μία σωστή σειρά. Τόσες φωνές, τόσες εικόνες και τόσες μα τόσες σκόρπιες λέξεις. Χαμένες στα γρανάζια του χρόνου και στο χάος του μυαλού του. Πίνει μια γουλιά ποτό και σκουπίζει μια σταγόνα ιδρώτα που κύλισε στο πρόσωπο του.. Καλοκαίρι η καλύτερη εποχή για παραισθήσεις. Οι λέξεις αρχίζουν τον τρελό χορό γύρο του φτιάχνοντας προτάσεις και πλέκουν ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι. Εκείνος παλιάτσος και βασιλιάς συνάμα, είναι ένα πανηγύρι μόνο για την πάρτη του. Νικητής και νικημένος, μέσα στο τσίρκο του μυαλού του. «θα σε αγαπάω για πάντα...», «Σε μισώ…», «Μου λείπεις…» Νόημα μηδέν δεν μπορεί να γράψει τέτοια σκουπίδια. Σκίζει την κόλλα και δοκιμάζει ξανά από την αρχή…
Μια εικόνα από μια ερημική παραλία, μόνος κάθεται και χαζεύει το ηλιοβασίλεμα στη σκιά ενός δέντρου. Δεν μπορεί να το περιγράψει είναι φορές που ακόμη και όλες οι λέξεις του κόσμου δεν μπορούν να περιγράψουν μία εικόνα ή ένα συναίσθημα… Αδειάζει το ποτήρι του και τινάζει το κεφάλι του. Ανοίγει το ψυγείο γεμίζει το ποτήρι με πάγο, βάζει μια ακόμη δόση από το ποτό του. Ξανακάθεται στην καρέκλα του και κοιτάει την λευκή κόλλα. Πιάνει το μολύβι αποφασισμένος.
«Καλησπέρα»
«καλησπέρα»
«Με λένε Αντρέα»
«Ναι σε λένε Αντρέα.»
Οι μονόλογοι με τον καθρέφτη ποτέ δεν βοήθησαν κανένα.

«Θα σου πω ένα μυστικό. Ποτέ δεν έγραψα τίποτα. Οι λέξεις μου έκαναν την χάρη και έρχονταν σε μένα δίνοντας μου καμία επιλογή πέρα από να τις εκφράσω όπως μπορώ.
Άλλες φορές γράφοντας και άλλες σχεδιάζοντας. Ελπίζω να επισκέπτονται κι εσένα και να μην είσαι μόνος. Πολλοί μαθαίνουν ή τους μαθαίνουν να τις αγνοούν όταν είναι ακόμη παιδιά. Για αυτό μου αρέσει ακόμη και τώρα να μιλάω με μικρούς, δεν έχουν ακόμη στερηθεί το δικαίωμα να φαντάζονται και να ονειρεύονται. Λένε πάντα αυτό που αισθάνονται και είναι αληθινό.
Το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να του επιτρέψεις να είναι ο εαυτός του και ποτέ μα ποτέ να μην προσπαθήσεις να τον αλλάξεις. Όλοι είναι αυτό που είναι αν σου αρέσει κράτα το, αν όχι βρες κάτι άλλο…
Έτσι αυτό θέλω κι από εσένα να είσαι ο εαυτός σου να μην υποκρίνεσαι και να μην υποκλίνεσαι σε κανέναν. Να λες πάντα αυτό που αισθάνεσαι και να σκέφτεσαι πάντα σαν παιδί. Ελεύθερα και με μεγάλες δόσεις φαντασίας. Μην ξεχνάς ποτέ πως ήταν να είσαι παιδί η κάθε ηλικία έχει τις δικές της δυσκολίες κάτι που εσένα θα σου φαίνεται ένα τίποτα, σε κάποιον μικρότερο μπορεί να είναι τα πάντα. Έχεις παιδιά; Δεν ξέρω γιατί δεν σε έχω γνωρίσει ακόμα αλλά μια μέρα θα σε γνωρίσω! Αν έχεις, από δω και κάτω είναι για αυτά δώστους να το διαβάσουν και συγνώμη που παίρνω το θάρρος να τους μιλήσω.
Προσπαθήστε να μην παρεξηγείτε τον πατέρα σας, ότι λέει το λέει γιατί σας νοιάζεται. Φανταστείτε ότι αυτό σας το λέει κάποιος που μισούσε τους μεγάλους και σιχαινόταν τον εαυτό του που μεγάλωνε. Προσπαθώ να μην αλλάξω και να μείνω πάντα παιδί. Ο χρόνος θα δείξει. Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις γονείς το ξέρω… Πάντα να χαμογελάτε εσείς και όλα θα γίνουν, στην τελική η ζωή είναι ένα αστείο. Για αυτό μην την πάρετε ποτέ στα σοβαρά… Αν την πάρετε στα σοβαρά είναι σα να πάτε στο τσίρκο και να κλαίτε με τους κλόουν, έλεος…
Πάνω κάτω αυτά είχα να σας πω…
Χάρηκα που σε γνώρισα κι εσένα και τα παιδιά σου,
Owlish. “
Τύλιξε το χαρτί, το έβαλε σε ένα φάκελο, έγραψε επάνω την διεύθυνση και το όνομα που θα το έστελνε, στο όνομα του αποστολέα έγραψε Owlish και τα στοιχεία του.
Το επόμενο πρωί πήγε και έκανε το πιο ασυνήθιστο αίτημα στο ταχυδρομείο. Ζήτησε να του στείλουν το γράμμα αλλά σε 21 χρόνια.
«Μα συγνώμη…» του είπε ένας υπάλληλος, με το βλέμμα γεμάτο απορία,
«Η διεύθυνση του αποστολέα είναι ίδια με του παραλήπτη. Τι κάνετε στέλνετε γράμμα στον εαυτό σας σε 21 χρόνια από τώρα…;»
«Αυτό ακριβώς…»

Σκοπιά...

Ξημερώματα, κάθεσαι και χαζεύεις την ομίχλη που φεύγει λίγο μετά το σκοτάδι, σα να το ακολουθεί. Πιο αργά αυτή χαϊδεύοντας την πεδιάδα μπροστά σου δέντρα και άνθρωποι χάνονται μέσα της για να εμφανιστούν λίγο αργότερα, νιώθεις σα πρωταγωνιστής σε κακογυρισμένη ταινία τρόμου του '80.Κάτι τέτοιες στιγμές διαλέγουν οι λέξεις και μπαίνουν στην σωστή τους θέση, τη θέση που πάντα τους άνηκε. Σαν τραπουλόχαρτα σε μια δύσκολη πασιέντζα. Εσύ βγάζεις ένα τσαλακωμένο μπλοκάκι από την πάνω αριστερή τσέπη του χιτωνίου σου και τις σημειώνεις σαν υπνωτισμένος. Είναι κάτι που έχεις κάνει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν, γιατί ξέρεις πως αν δεν το κάνεις εκείνη την στιγμή αυτές δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ ξανά. Θα έρθουν άλλες ναι, αλλά η σειρά δεν θα είναι η ίδια η πασιέντζα θα έχει χαθεί και στα χέρια σου θα έχεις μια νέα παρτίδα. Το κρύο κάνει το χέρι μου να τρέμει καθώς γράφω αυτά τα λόγια. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσω, όχι τώρα. Γάντια, με κομμένα δάχτυλα για να πιάνω καλύτερα το μολύβι. Ψέμματα! Για να στρίβω τσιγάρα... Τσιγάρο, η ψευδαίσθηση μιας φωτιάς μέσα στο κρύο και το σκοτάδι. Κάνει κακό "λένε" αλλά αυτά που σου προσφέρει κάποιες στιγμές μοναξιάς είναι πολύ περισσότερα, είναι η σπίθα στο σκοτάδι, είναι η ελπίδα.

Το παζλ αρχίζει να χαλάει τα "κομμάτια" κουνιούνται από την θέση τους και προσπαθούν να φύγουν. Η προσπάθεια να κρατήσεις μια συνοχή στην σκέψη σου και να "κατευθύνεις" τις λέξεις να εκφράσουν αυτό που θέλεις εσύ και όχι εκείνες, είναι μεγάλη. Το μολύβι εξακολουθεί να τρέμει και τα φύλλα από το μπλοκάκι να φτάνουν στο τέλος τους. Όχι δεν πρέπει, όχι τώρα... Τα πόδια σου μέσα στα άρβυλα έχουν παγώσει η σκοπιά μπάζει νερά και ο καιρός το πάει για βροχή... Τρίχες! Κουραφέξαλα! Είσαι "καταραμένος" να θέλεις να σώσεις αυτό που έχεις.

Ησυχία...

Κοιτάς τριγύρω διαβάζεις τι γράφει στους τοίχους. "Ελένη σε θέλω, Κώστας", "Γ+Ε" "Κωνσταντίνα και Μάριος"... Μηδέν έμπνευση! Ψάχνεις κάτι, ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι πρωτότυπο, κάτι να σου αποδείξει πως δεν είσαι μόνος σου και πως δεν έχεις τρελαθεί. "Ακούς" την κραυγή που βγάζουν οι λέξεις και βλέπεις εικόνες που προσπαθείς απεγνωσμένα να περιγράψεις και να σώσεις πριν χαθούν στο σκοτάδι του μυαλού σου και οι υπόλοιπες σκέψεις τις σβήσουν σαν κείμενο πάνω σε μαυροπίνακα... Μα τι λέω; Μόνος σου είσαι και νιώθεις ακόμη πιο μόνος όταν είσαι με πολλά άτομα. Πάντα το ήξερες απλά δεν το παραδεχόσουν, μήπως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή;

ΟΧΙ!

Θα συνεχίσεις να ελπίζεις πως σε κάποια γωνιά του κόσμου κάπου ξεχασμένοι από τους Θεούς υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσένα ή έστω ακόμη κι άλλος ένας σου φτάνει...

Βροχή. Σταγόνες χαϊδεύουν τα τζάμια της σκοπιάς και αυτή δακρύζει μαζί σου. Είναι κακό τελικά να είσαι ιδεαλιστής και ονειροπόλος, όλοι πριν από εσένα το πλήρωσαν ακριβά. Μα καλά δεν σε δίδαξε τίποτα η ιστορία; Ποτέ δεν μπόρεσε πάντα πίστευες ότι ο κόσμος είναι σαν ένα παλιό βιβλίο με σελίδες μουτζουρωμένες και κακογραμμένες. Και άλλες λείπουν σαν κάποιος να τις αφαίρεσε βίαια, σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεχάσει τι έγραψε... Από την άλλη έχεις αρκετές κενές σελίδες ακόμη και το τι θα γραφτεί από δω και πέρα μετράει για σένα. Υπάρχουν ακόμα ελπίδες, αχνές μεν, αλλά υπάρχουν, να γραφτεί μια καλή ιστορία. Ένα καλό τέλος πάντα έσωζε πολλά παραμύθια.

Τα κομμάτια και οι λέξεις τώρα απλά εισβάλουν στο μυαλό σου χωρίς το σύνολο τους να βγάζει κανένα νόημα... Μόνο εικόνες και λέξεις, σκόρπιες...

Ίσως να φταίει το κρύο...

Ola tha pane kala...

Ήταν μια σκοτεινή νύχτα, θυμάμαι. Από εκείνες τις νυχτιές που το κρύο σου τρυπάει το κόκκαλο και ο χρόνος έχει σταματήσει να κινείται, σαν την άμμο σε μια σπασμένη κλεψύδρα, εσύ είσαι αναγκασμένος να στέκεσαι, εκεί, πάντα εκεί. Ακίνητος και αμίλητος με το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του δρόμου περιμένοντας τα φώτα να φανούν.

Κρατάς σφιχτά το όπλο ανάμεσα στα χέρια σου, σαν μια παλιά αγαπημένη, με το γεμιστήρα "κουμπωμένο". Δεκαπέντε και τρεις μέτρησες πριν λίγο στην αλλαγή. Το σύνολο δεκαοκτώ... Και είναι τότε που έρχονται οι σκέψεις, απρόσκλητες στο μυαλό σου. Σκελετοί που σου χαϊδεύουν στοργικά την πλάτη. Ένα ρίγος διαπερνά την ραχοκοκκαλιά σου. Δεν είναι το κρύο, όχι αυτή τη φορά... Είναι σκέψεις που δεν είχες τολμήσει ποτέ ή δεν ήθελες να κάνεις.

Πριν είκοσι λεπτά σου μίλησα στο κινητό κι όμως είναι σα να πέρασαν ώρες, όχι πολλές, αρκετές όμως για να αρχίσουν οι αμφιβολίες να σε βασανίζουν. "Γιατί ήσουν τόσο ψυχρή σήμερα;" Φταίει που είμαι μακριά και άρχισε η αγάπη να ξεφτίζει σαν καρδία ζωγραφισμένη με μολύβι σε χαρτί που πάλιωσε ξεχασμένο μέσα σε ένα συρτάρι σαπισμένο από την υγρασία.

Τσιγάρο. Απαγορεύεται αλλά δεν γαμιέται 5Φ είναι αυτά. 3 η ώρα και φώτα δεν φαίνονται στο βάθος... Σε θυμάμαι σαν χτες να μου λες ότι όλα θα πάνε καλά στο σταθμό Λαρίσης λίγο πριν το βραδινό τρένο Νο604 ξεκινήσει για τον τελικό του προορισμό, "Για Αλεξανδρούπολη και ενδιάμεσους σταθμούς...".Ανακοίνωνε, κάποιος βραχνά από τα μεγάφωνα, "...αμαξοστοιχία 604 αναχωρεί στις 23:55".Αλλά εγώ δεν τους άκουγα αντιλαλούσε μόνο η φωνή σου στο μυαλό μου "όλα θα πάνε καλά...".

Ξεκίνησε το τρένο στην προβλεπόμενη ώρα μεταφέροντας πολλούς σαν κι εμένα ντυμένους στα χακί. Πήγαινα, εδώ που είμαι τώρα, ένα μέρος ξεχασμένο από τους Θεούς "όλα θα πάνε καλά...", έτσι δεν είπες; Πάντα σου άρεσε να ζεις μέσα στα παραμύθια και έτσι το είδες και "αυτό", σαν παραμύθι. Μια ιστορία με πριγκήπισσες δράκους και ένα καλό τέλος για όλους. Αλλά κουκλίτσα μου έχω "γεράσει" για να πιστεύω σε παραμύθια με καλό τέλος. Για μένα η Χιονάτη είναι μια τσούλα και ο Μικρός Πρίγκιπας πρεζάκι στα Εξάρχεια. Τότε σε κρατούσα στα χέρια μου σαν την άμμο σε μια όμορφη απόμερη παραλία και έπαιζα μαζί σου. Τώρα κάτι έχει αλλάξει ανάμεσα μας, σε νιώθω σαν τον καπνό του τσιγάρου μου. Μπορώ να σε δω και να καταλάβω ότι είσαι μαζί μου αλλά χωρίς να μπορώ να σε αγγίξω. Απλώνω το χέρι μου για να σε πιάσω και ξεγλιστράς ανάμεσα στα δάχτυλα μου... Απομακρύνεσαι και σκορπίζεις μακρυά μου...

Όχι δεν είναι το ίδιο, δεν πάνε όλα καλά...

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Μια Ιστορία με "σκελετούς" και μια ντουλάπα... :P

Κάθε άνθρωπος μαζεύει στην ζωή του «σκελετούς». Όνειρα παλιά ξεχασμένα, αγάπες που ναυάγησαν πριν καν ξεκινήσουν, ξεχασμένοι πόθοι και επιθυμίες. Τα θέλω που με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από τα πρέπει.

Συνηθίζουμε όλοι να τους στοιβάζουμε μέσα σε μια παλιά δρύινη ντουλάπα, ο καθένας την δική του. Υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχουν καν, λεμέ πως τους έχουμε διαγράψει ή ακόμη καλύτερα σκοτώσει. Είναι όμως μια παλιά ντουλάπα, το σαράκι και η υγρασία έχουν φάει το ξύλο της, οι ρεζέδες της έχουν χαλάσει και δεν κλείνουν πια καλά τα φύλλα της. Κάθε βραδύ όταν πέφτεις για ύπνο την ακούς να τρίζει ολόκληρη, τότε εσύ προσεκτικά κλείνεις την πόρτα της και την κρατάς καλά σφαλιστή. Για να μην καταφέρει να βγει τίποτα και κανένας τους έξω...

Που και που έρχονται κάτι βραδιά που είσαι ή νιώθεις πραγματικά μονός. Τότε οι «σκελετοί σου» βρίσκουν την ευκαιρία, αποκτούν δύναμη, ανοίγουν την πόρτα και έρχονται κοντά σου. Όλοι μαζί ή ένας-ένας, κάθονται πίσω σου και σου ψιθυρίζουν λέξεις. Λέξεις που δεν τόλμησες ποτέ να πεις, σου υπενθυμίζουν την παρουσία τους, τόσο ζωντανοί όσο ήταν όταν αποφάσισες, κάποτε, να τους κλείσεις εκεί. Αυτό είναι η εκδίκηση τους ή το παιχνίδι τους, αλήθεια δεν ξέρω τι από τα δυο. Μονή σου επιλογή να τους ακούς και το μυαλό σου να τρέχει…. Θες να φύγουν, πραγματικά το θες, αλλά δεν έχεις πια την δύναμη να τους ξανακλείσεις «εκεί μέσα», δεν μπορείς, είσαι αδύναμος τώρα…

Ίσως το πρωί…

Ώρες ή στιγμές μετά φεύγουν μονοί τους, όπως κάθε φορά, κλείνονται στην «ντουλάπα» τους και αρκείσαι μονό να ακούς την ντουλάπα να τρίζει και να σε ξυπνάει που και που τα βραδιά μονό και μονό για να σου υπενθυμίζει ότι βρίσκεται ακόμη εκεί...