Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Στάχτη

Φωτιά…!

Έπιασε φωτιά τρέξε να σωθείς…!

Πυρκαγιά…!

Τα πάντα καίγονται και γίνονται στάχτη….

Μα αυτός δεν είναι ο σκοπός;

Όλα γίνονται στάχτη και κάρβουνα….

Αλλά εμείς είμαστε ασφαλείς τι να φοβηθείς ; τι να φοβηθείς αν είσαι είδη καμένος και το μόνο που έχει μείνει ποια είναι στάχτη….

Βλάκα…

Η στάχτη δεν καίγεται μην φοβάσαι βούτα στη φωτιά και αποδέξου την… Όσο για την φύση…

Ηλίθιε…

Αυτή είναι η μόνη που δεν έχει πρόβλημα θα βρει τον τρόπο να επιβιώσει. Με ή χωρίς το μοναδικό είδος που τολμάει να ξεχωρίσει τον εαυτό του από όλο το ζωικό βασίλειο, αυτό που θέλει να ξεχωρίσει και να αφαιρεθεί από την εξέλιξη του Δαρβίνου… Σιγά ένα είδος είσαι μόνο τόσα χάνονται κάθε μέρα, ποιος έκλαψε ή λυπήθηκε για αυτά, και άλλα τόσα γεννιούνται γιατί εσύ να βγάλεις την ουρά σου έξω από το “survival of the fittest”?

Πυρκαγιά …!

Ε, και…;

Ποιος νοιάζεται…;

Γιατί να νοιαστώ κι εγώ ;

Άσε τους άλλους να τρέξουν…

Εγώ θα αρκεστώ να χαζεύω την φωτιά τα βράδια και…

…να τα βλέπω όλα να γίνονται στάχτη.

Ας γίνουν…

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Και πάλι έτσι απλά...

black_death_tequila Και πάλι έτσι απλά... Αυτή την φορά λίγο χειρότερα (;) Αναρωτιέμαι πάλι άσκοπα, όχι με Bacardi αλλά με ένα μπουκάλι Tequila άγνωστης προελεύσεως. Μεξικό έλεγε το μπουκάλι με μεγάλα γράμματα αλλά ποιος το προσέχει, αλήθεια, δεν έχει σημασία... Επίσης με το ίδιο μεγάλα γράμματα γράφει black death αλλά επίσης ποιος θα το προσέξει.... Το θέμα σήμερα είναι η εξάρτηση, μήπως και αυτό είναι μια ιδέα; Ξεκίνησα πάλι το τσιγάρο, έσβησα πριν λίγο το τελευταίο με «μίσος» και απέχθεια για μένα ίσως, στο τασάκι δίπλα μου. Το βαρέθηκα και αυτό το ίδιο γρήγορα με όλα στην ζωή μου...

«Αν αισθανθείς πως ο χρόνος τελειώνει,

και μένουμε πάντοτε μόνοι...»

Παραπονιέται σιωπηλά μια ανάμνηση από το παρελθόν... αλλά ποιος θυμάται και μετράει χρόνια; ΕΓΩ βέβαια, ο μαλάκας της ιστορίας μου, ο σχεδόν πάντα θλιμμένος κλόουν. Ημέρες ραδιοφώνου στην Καλλιθέα γυμνάσιο μεριά αν θυμάμαι καλά, το τραγούδι με το οποίο «έκλεισε» για πάντα μια ραδιοφωνική εκπομπή σε έναν τοπικό σταθμό, τον 100 και κάτι ψιλά στα FM. Ίσως μια από τις πιο αγαπημένες εκπομπές στο ράδιο, που έκανε τον 15αρη τότε νέο να βρει κάτι μέσα σε όλες τις μουσικές και να τις εκτιμήσει για αυτό που είναι η κάθε μια... Ο νέος που γεννήθηκε κατά λάθος μια δεκαετία αργότερα, τεμπέλης και μόνιμα αργοπορημένος όπως πάντα άλλωστε... Δεν μετανιώνω για αυτά που έχω κάνει και νιώθω περήφανος που αν τα ξαναζούσα θα έκανα μόνον κάνα δύο αλλαγές, για αυτό:

«Ζήσε το σήμερα, ξέχνα το χθες,

γάμα τα όλα και καν’ ότι θες»

Όπως είπε και μια ψυχή το καλοκαίρι του 2004 στην Ίο, ίσως από τις καλύτερες διακοπές που πέρασα αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Κάποια άλλη φορά, ίσως, χωρίς Tequila. Με κάτι άλλο… Tequila τέλος (άδειασε το μπουκάλι), Αλλά τώρα πού τα λέμε γιατί όχι και πάλι με Tequila? Θα δείξει ο χρόνος, ο μόνος που ίσως να ξέρει κάτι τελικά...

 

(Σημείωση του συγγραφέα: είναι παλιό κείμενο  γράφτηκε στις 7/4/05 και ώρα 2:25 το πρωί. Το ανέβασα για λόγους αρχείου περισσότερο…)

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ο κόσμος έχει γεύση μαρμελάδα βατόμουρο…

mn Αρέσκεται τα βράδια να σκοτώνει τον εαυτό του. Να τον δηλητηριάζει λίγο λίγο, είτε με αλκοόλ, είτε με τσιγάρα, είτε με διάφορες άλλες ουσίες αμφιβόλου προελεύσεως. Η γλυκιά ζάλη , που βουτάει μέσα της κάθε βράδυ, θυμίζει μαρμελάδα, βατόμουρο νομίζω. Ο χρόνος ραγίζει, τα ρολόγια σταματάνε… Η κραυγή της σιωπής θολώνει το τζάμι της παράνοιας του και βλέπει το χρόνο όπως πραγματικά είναι. Σαν μια πολύχρωμη μπάλα με άχυρα. Όσα άχυρα και να πάρεις, όσα να προσθέσεις και σε όσα να αλλάξεις θέση είναι και πάλι μια μπάλα με άχυρα. Κάποια βράδια ακούει και φωνές. Του λένε τι να κάνει και πώς μπορεί να ελέγξει καταστάσεις. Κρίμα που το πρωί δεν θυμάται ποτέ τίποτα…

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Μάγος ( intro Part 1 )

Ημερολόγιο Antea: Ημέρα 1η

Ήταν χειμώνας θυμάμαι... Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που ένοιωθες τη παρουσία του στην παραμικρή σου κίνηση. Οι αναπνοές όλων αργές και κοπιαστικές. Τελικά ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ, κανείς εκεί μέσα δεν κάπνιζε. «Το κάπνισμα απαγορεύεται» υπενθύμιζε, αυστηρά, μια ξεχασμένη επιγραφή στον τοίχο. Αλλά σχεδόν όλοι εκεί μέσα ήταν άτομα με συνείδηση, ρουφούσαν τα τσιγάρα τους για να μην σβήσουν.

Έξω ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά, ο ουρανός είχε πάρει το πιο βαθύ του κόκκινο, τώρα. Σιγά-σιγά νύχτωνε και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πάλευαν να ξεπροβάλλουν πίσω από τα βουνά. Το σκοτάδι κάλυψε τον ουρανό και τα παράθυρα άρχισαν να γυαλίζουν, έτσι, που δε σου επέτρεπαν να βλέπεις έξω…

Κοιτάζω την αντανάκλασή μου στο τζάμι..  Θα δω μετά από καιρό, μια πόλη που αγαπάω, ένα φίλο. Έναν άνθρωπο που κάποτε ζούσαμε μαζί την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία μας και από όλο αυτό, υπάρχει μόνο μια γλυκιά ανάμνηση. Αλλά δεν πονάω, δεν λυπάμαι κοιτάζω έξω ξανά, ακουμπάω το χέρι μου στο τζάμι έτσι ώστε να μπορέσω να δω… Οι πόλεις τα χωριά, οι δρόμοι, έχουν ανάψει τα φώτα τους… Έχει νυχτώσει πια και οι ακτίνες του ήλιου έφυγαν δίνοντας υπόσχεση πως σε λίγες ώρες θα συναντιόμασταν ξανά… Η ανάσα μου, θολώνει λίγο την εικόνα. Κλείνω τα μάτια και η σκέψη μου φεύγει, ταξιδεύει… Έχει αλλάξει; Είναι ο άνθρωπος που άφησα, τότε, πίσω ή κάποιος άλλος… Κοιτάω μέσα μου κι αναρωτιέμαι… Εγώ, είμαι ίδιος; Έχουν συμβεί τόσα πολλά από τότε... Όμως, είμαι και εγώ διαφορετικός, φαίνεται στον τρόπο που μιλάω, φαίνεται στις κινήσεις, στην εμφάνισή μου… Στο βλέμμα μου. Θα δει τις αλλαγές πάνω μου. Θα τον πειράξει. Ποτέ δεν συμφωνούσε ούτε στο ελάχιστο για αυτά που έκανα και κυρίως για την αφοσίωση που έδειχνα στην «τέχνη»… Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που έφυγα αρχικά…

Αφήνομαι… παίρνω το βλέμμα μου από το παράθυρο και πείθω τον εαυτό μου να τα αφήσει όλα, απλά να συμβούν. Οι άνθρωποι δίπλα μου γελούν συζητάνε «από πού είστε; Έχω συγγενείς από το χωριό σας» «Κάπνιζα αλλά το έκοψα όταν με μάλωσε ο γιατρός..» «Πως σε λένε; Έχεις υπέροχα μάτια..» Μικρές ιστορίες, αληθινές ιστορίες, από «φίλους» μιας χρήσεως από ανθρώπους που πιθανόν να μην συναντηθούν ποτέ ξανά. Κάθομαι μόνος, δεν μιλάω σε κανέναν. Πάντα αρεσκόμουνα απλά στο να παρατηρώ και να μην ανακατεύομαι. Παρατηρώ τους γύρω μου, τα ρούχα τους, το χαμόγελο τους. Τόσα χρόνια έμαθα ποια να ξεχωρίζω τους καλούς και τους κακούς, είναι σαν πιόνια σε σκακιέρα, μαύρα και άσπρα στρατιωτάκια, χωρισμένα σε δυο στρατόπεδα, πάντα ετοιμοπόλεμα και υπάκουα… Είναι δύσκολο να κρυφτούν, πως θα μπορούσαν άλλωστε, όλα τους είναι πρόβατα, δεν ξέρουν πως είναι, μόνο λίγοι ίσως ξέρουν αλλά κανένας από αυτούς δεν είναι εδώ….

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα.

Κάποτε μου είπε κάποιος ότι ο Θεός έχει χιούμορ και εγώ τον πίστεψα. Από τότε βλέπω τη ζωή σαν ένα μεγάλο αστείο, ίσως και να είχε δίκιο τώρα που το καλοσκέπτομαι. 
Όσες φορές πήγα να την πάρω στα σοβαρά έφαγα τα μούτρα μου. Ενώ από την άλλη όποτε γέλαγα πέρναγα καλά ακόμη κι αν το γέλιο μου ήταν απλά μια μάσκα για να κρύψει καλά την μελαγχολία μου.

Μου λένε ότι είμαι σκεπτόμενο άτομο, εγώ δεν τους πιστεύω. θεωρώ ότι είμαι βλάκας. Ίσως να είμαι το ένα ή ίσως πάλι το άλλο. Ονειροπόλος ναι, σίγουρα είμαι! Μου αρέσει να κάνω τους άλλους να γελούν, αλλά όχι τα ψεύτικα τα γέλια, από αυτά που κρύβουν οι περισσότεροι τσαλακωμένα στην τσέπη τους σαν παλιό δίπλωμα μοτοσακού ή σα το χαρτί από τα διόδια, που ποτέ δεν το κοιτάς εσύ, αλλά το έχεις μόνο και μόνο για να το δείχνεις στους άλλους, αν και μόνο αν σου το ζητήσουν ή “το επιβάλλουν οι καταστάσεις”, όπως συνήθιζε να μου λέει η μητέρα μου και το παλιό μου αφεντικό.

Εγώ αποζητώ τα άλλα, τα αληθινά χαμόγελα. Αυτά που τα έχουν όλοι καλά κλειδωμένα σε ένα συρτάρι, μαζί με παλιές φωτογραφίες από το σχολείο και το λουλούδι που σου είχε χαρίσει τότε, θυμάσαι, ο παιδικός σου έρωτας μαζί με τα λόγια “μαζί για πάντα” κακογραμμένα σε ένα παλιό φύλο τετραδίου. Το ξέρω δε θυμάσαι, έχεις χάσει το κλειδί για εκείνο το καταραμένο συρτάρι του κομοδίνου και όλο απορείς τι είχες κλειδώσει εκεί μέσα. Τα αληθινά χαμόγελα αποζητώ. Μπορεί όταν μιλάω με κάποιον να τον στενοχωρήσω ή ακόμη και να τον κάνω να κλάψει. Δεν το κάνω από κακία! Για να μπορέσεις να γελάσεις με την καρδιά σου και από τα βάθη της ψυχής σου, όπως κάτι παιδιά που γνώριζα… Γέλασαν τόσο δυνατά και ειλικρινά που έφυγαν για τη χώρα του Ποτέ. Μη γελάς υπάρχει, κάπου εκεί ψηλά. Άμα γελάσεις κάποια μέρα με την καρδιά σου θα σε πάω μια βόλτα για να δεις ότι δε  λέω ψέματα… 

Πρώτα όμως πρέπει να καταλάβεις. Να σου δείξω τον κόσμο γύρω σου και να σου συστήσω ξανά τον εαυτό σου. Τι ήθελες τότε και τι θέλεις τώρα. Μη δοκιμάσεις να πεις ψέματα, απλά το συρτάρι σου θα ανοίξω και θα δεις πράγματα τα οποία εσύ ο ίδιος άφησες, κάποτε, εκεί. Μακρινά τώρα ποια, αλλά γνώριμα. Θα σου τα συστήσω ένα ένα σαν παλιές σου αγαπημένες που κάποτε τις ήξερες καλά αλλά δεν μπορείς να γυρίσεις κοντά τους.

Μετά, ίσως δακρύσεις, ίσως γελάσεις μπορεί και τα δύο.
Αν καταφέρω να το κάνω αυτό σε εσένα και όλους όσους γνωρίζω τότε θα είμαι ευχαριστημένος.
Πώς; Δεν γίνεται,αυτό;
Είδες; από την αρχή σου το ‘πα εγώ… 
Είμαι βλάκας και ονειροπόλος!