Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Ο Μάγος ( Intro Complete )

Ημερολόγιο Antea: Ημέρα 1η
Ήταν χειμώνας θυμάμαι... Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που ένοιωθες τη παρουσία του στην παραμικρή σου κίνηση. Οι αναπνοές όλων αργές και κοπιαστικές. Τελικά ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ, κανείς εκεί μέσα δεν κάπνιζε. «Το κάπνισμα απαγορεύεται» υπενθύμιζε, αυστηρά, μια ξεχασμένη επιγραφή στον τοίχο. Αλλά σχεδόν όλοι εκεί μέσα ήταν άτομα με συνείδηση, ρουφούσαν τα τσιγάρα τους για να μην σβήσουν.
Έξω ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά, ο ουρανός είχε πάρει το πιο βαθύ του κόκκινο, τώρα. Σιγά-σιγά νύχτωνε και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πάλευαν να ξεπροβάλλουν πίσω από τα βουνά. Το σκοτάδι κάλυψε τον ουρανό και τα παράθυρα άρχισαν να γυαλίζουν, έτσι, που δε σου επέτρεπαν να βλέπεις έξω…

Κοιτάζω την αντανάκλασή μου στο τζάμι..  Θα δω μετά από καιρό, μια πόλη που αγαπάω, ένα φίλο. Έναν άνθρωπο που κάποτε ζούσαμε μαζί την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία μας και από όλο αυτό, υπάρχει μόνο μια γλυκιά ανάμνηση. Αλλά δεν πονάω, δεν λυπάμαι κοιτάζω έξω ξανά, ακουμπάω το χέρι μου στο τζάμι έτσι ώστε να μπορέσω να δω… Οι πόλεις τα χωριά, οι δρόμοι, έχουν ανάψει τα φώτα τους… Έχει νυχτώσει πια και οι ακτίνες του ήλιου έφυγαν δίνοντας υπόσχεση πως σε λίγες ώρες θα συναντιόμασταν ξανά… Η ανάσα μου, θολώνει λίγο την εικόνα. Κλείνω τα μάτια και η σκέψη μου φεύγει, ταξιδεύει… Έχει αλλάξει; Είναι ο άνθρωπος που άφησα, τότε, πίσω ή κάποιος άλλος… Κοιτάω μέσα μου κι αναρωτιέμαι… Εγώ, είμαι ίδιος; Έχουν συμβεί τόσα πολλά από τότε... Όμως, είμαι και εγώ διαφορετικός, φαίνεται στον τρόπο που μιλάω, φαίνεται στις κινήσεις, στην εμφάνισή μου… Στο βλέμμα μου. Θα δει τις αλλαγές πάνω μου. Θα τον πειράξει. Ποτέ δεν συμφωνούσε ούτε στο ελάχιστο για αυτά που έκανα και κυρίως για την αφοσίωση που έδειχνα στην «τέχνη»… Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που έφυγα αρχικά…
Αφήνομαι… παίρνω το βλέμμα μου από το παράθυρο και πείθω τον εαυτό μου να τα αφήσει όλα, απλά να συμβούν. Οι άνθρωποι δίπλα μου γελούν συζητάνε «από πού είστε; Έχω συγγενείς από το χωριό σας» «Κάπνιζα αλλά το έκοψα όταν με μάλωσε ο γιατρός..» «Πως σε λένε; Έχεις υπέροχα μάτια..» Μικρές ιστορίες, αληθινές ιστορίες, από «φίλους» μιας χρήσεως από ανθρώπους που πιθανόν να μην συναντηθούν ποτέ ξανά. Κάθομαι μόνος, δεν μιλάω σε κανέναν. Πάντα αρεσκόμουνα απλά στο να παρατηρώ και να μην ανακατεύομαι. Παρατηρώ τους γύρω μου, τα ρούχα τους, το χαμόγελο τους. Τόσα χρόνια έμαθα ποια να ξεχωρίζω τους καλούς και τους κακούς, είναι σαν πιόνια σε σκακιέρα, μαύρα και άσπρα στρατιωτάκια, χωρισμένα σε δυο στρατόπεδα, πάντα ετοιμοπόλεμα και υπάκουα… Είναι δύσκολο να κρυφτούν, πως θα μπορούσαν άλλωστε, όλα τους είναι πρόβατα, δεν ξέρουν πως είναι, μόνο λίγοι ίσως ξέρουν αλλά κανένας από αυτούς δεν είναι εδώ….
 
p29Ολιγόωρη στάση στο σταθμό Λαρίσης…
Αθήνα, καταραμένη πόλη, κουρασμένη από τη βαριά ιστορία και το χάος της. Δεν μπορώ να πω, πλάκα είχε κάποτε που έμενα εδώ. Ευτυχώς για μένα, ήταν για λίγο… Τώρα μόνο περίμενα την βραδινή αμαξοστοιχία 604 “για Αλεξανδρούπολη και ενδιάμεσους σταθμούς”. Ωραίο τραίνο, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις μέσα. Ένας φίλος έλεγε ότι είναι ένα “anything goes train”. Συναντάς από τα καλύτερα μέχρι και τα χειρότερα. Είναι σα να κάνεις μία “βουτιά” στο βούρκο της κοινωνίας ελπίζοντας να βγεις καθαρός όταν αποβιβαστείς. Για αυτό, ίσως, και πολλοί κάνουν “κατάθεση ψυχής” στο διπλανό τους, ότι κι αν είναι αυτός, χωρίς να τους ενδιαφέρει και πολύ. Αν η ιστορία που θα πουν είναι και “πιασάρικη” ίσως να θυμάται κάποιος από τους παρευρισκόμενους το όνομα τους ή την ιστορία που ειπώθηκε. Αλλιώς είναι απλά “νερό στη θάλασσα”…
Αλλά εκείνη δεν ήταν έτσι. Δεν έψαχνε κάθαρση ούτε αποζητούσε συγχώρεση, από κανέναν και για τίποτα. Πόσο μάλλον από κάποιον άγνωστο. Την πρόσεξα στην αποβάθρα, “ακροβατούσε” στην άκρη της κίτρινης γραμμής. Ο άνεμος ανακάτευε τα μαύρα μακριά μαλλιά της και το φως από το χλωμό φεγγάρι έκανε το λευκό της δέρμα να δείχνει πιο απόκοσμο απ’ όσο ήταν. Κοίταζε αμίλητη το ολόγιομο φεγγάρι με τα μεγάλα μαύρα μάτια της και αυτά γυάλιζαν όπως τα μάτια αρπακτικού στο σκοτάδι…
“Έμοιαζε” μικρή, όπως ακριβώς “έμοιαζα” κι εγώ μεγάλος. Αλίκη την έλεγαν, αν θυμάμαι καλά και θυμάμαι αρκετά καλά, σα να ήταν χτες… Κάποια πράγματα – γεγονότα της ζωής σου, δεν μπορείς να τα ξεχάσεις όσο κι αν το θες… Το τραίνο έφτασε κι εκείνη συνέχιζε να κοιτάζει προς τα κει που ήταν το φεγγάρι, ακόμη κι αν ο “όγκος” του τραίνου της εμπόδιζε τη “θέα”… Περίμενα το κοπάδι να διαλυθεί για να επιβιβαστώ από τους τελευταίους. Ήξερα που θα καθίσω, απέναντι της. Αρεσκόταν να κάθετε μόνη της σε διπλά τραπέζια στο κυλικείο του τραίνου, υποκρινόμενη πως “περιμένει παρέα”. Αυτή τη φορά έλεγε την αλήθεια, περίμενε παρέα αλλά δεν το γνώριζε ακόμα. Εκείνη είχε μπει μέσα και πιθανότατα είχε ήδη παραγγείλει ζεστό καφέ. Η παρέα της καθόταν υπομονετικά έξω ακόμα και χάζευε τα πρόβατα στο κρύο.
Είδα κι εσένα να περιμένεις πιο πέρα αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία το ήξερα πως οι δρόμοι μας θα αντάμωναν ξανά. Ούτως ή άλλως ήταν από τότε γραφτό σου, να είσαι ΕΣΥ αυτός που θα πεις την ιστορία μας. Μια ιστορία “πιασάρικη” που πρέπει να ακουστεί. Φέρεις το βαρύ φορτίο να ακούς “ιστορίες” χωρίς να μπορείς να συμμετάσχεις σε αυτές και ούτε να μπορείς να τις ξαναζήσεις. Πάντως ορκίζομαι πως ότι σου λέω σήμερα είναι αλήθεια. Μια αλήθεια που αν θες την πιστεύεις και την μοιράζεσαι.
Ανέβηκα αργά τις σκάλες και προχώρησα στο διάδρομο με σταθερά βήματα, προς το κυλικείο. Προσπαθώντας να μην ενοχλήσω όσους κοιτούσαν με άδειο βλέμμα έξω, βουτηγμένοι στις σκέψεις τους και χαμένοι στο λαβύρινθο του δικού τους μυαλού. Το να ενοχλείς ανθρώπους σαν κι αυτούς είναι σα να σε ξυπνάνε με φωνές μετά από ξενύχτι, η βίαιη επιστροφή στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ κάτι “το καλό”. Μπήκα μέσα και την χάζεψα για λίγο να κάθετε, μόνη της. Ίδια όπως τότε, αναλλοίωτη, σαν πορσελάνινη κούκλα ξεχασμένη σε βιτρίνα παλαιοπωλείου. Αυτή τη φορά κοιτούσε τον καφέ της να αχνίζει και πιθανότατα αναπολούσε λάθος πράγματα… Έξυνε τις παλιές της πληγές, μέχρι να βγάλουν και πάλι αίμα… Μπορεί να φαίνεται λάθος αλλά έτσι ήταν πάντα η Αλίκη, ήταν ο δικός της τρόπος για να νιώθει ακόμη ζωντανή…
Το τραίνο ξεκινούσε για το μακρινό του ταξίδι, “τελευταία ειδοποίηση προς τους επιβάτες, η αμαξοστοιχία 604 αναχωρεί σε ένα λεπτό!”…


images_thumb[14]Διέσχισε το κυλικείο και κάθισε απέναντι της. “Είχα από την αρχή του ταξιδιού μου  ένα άσχημο προαίσθημα” του είπε χαμηλόφωνα, χωρίς να διώξει το βλέμμα της από τον αχνιστό καφέ. “Αλλά δεν φανταζόμουν πως έφταιγες εσύ για αυτό…”. “Καλησπέρα” αποκρίθηκε κι εκείνος με την βραχνή φωνή του.
Πρώτη φορά είχαν συναντηθεί σε ένα μικρό, αχαρτογράφητο νησί στην μέση του “τίποτα”. Δεν ήταν μόνοι τους εκεί, ήταν όλοι παρόντες, σε ένα παλιό δρύινο τραπέζι. Ήταν η πρώτη φορά που ο Αντέας καθόταν και αυτός ανάμεσα τους. Η ισότητα είχε άλλο νόημα στο τραπέζι αυτό, σε έκριναν και αποφάσιζαν την ποινή σου. Ψήφοι ένας προς έναν, κανείς δεν είχε δύο.  Ο συντονιστής, διαφορετικός κάθε φορά δεν είχε δικαίωμα ψήφου.  “Ήταν πιο δίκαιο έτσι” πίστευαν.  Εκείνη την νύχτα έκριναν την Αλίκη. Ένοχη! Την καταδίκασαν να ζήσει αρκετά χρόνια στο Τίποτα. Ο Αντέας την είχε πει χαζή για ότι έκανε και εκείνη τον είχε πει βλάκα. Ήταν και οι δύο από την ίδια “πάστα” απλά διαφορετικά κομμάτια της…
Η “πορσελάνινη κούκλα”, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί όλα αυτά τα “αρκετά” χρόνια, δικαίωνε το όνομα της. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, ούτε μια ρωγμή στο “πορσελάνινο” πρόσωπο της. Λες και τα χρόνια πέρασαν και απλά δεν κάθισαν στο τραπέζι της. “Άλλαξες” του είπε γυρίζοντας αργά το βλέμμα της, προς τα λευκά του μάτια. “Ο κόσμος αλλάζει, μικρή..” της αποκρίθηκε “Με ή χωρίς εμάς…”. “Μικρή…”  Αστεία λέξη… Μπορεί να έμοιαζε με μικρό κοριτσάκι, όμως ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνον. Τα γατίσια μάτια της ερευνούσαν εξονυχιστικά την κοκκαλιάρικη σιλουέτα που καθόταν απέναντι της, μετρώντας μια, μια όλες τις ρυτίδες, που δεν είχε πριν “αρκετά” χρόνια. Τα μακριά λευκά μαλλιά και τα λευκά του πλέον μάτια. “Μην με προσβάλεις,  παρατηρώντας πόσα χρόνια πέρασαν από πάνω μου…” της είπε σιγανά, ”Ξέρεις πολύ καλά ότι ο χρόνος είναι κάτι σχετικό. Αν το σύνολο του είναι μια απέραντη αμμουδιά, εμείς, ό,τι και να είμαστε, δεν μπορούμε να γίνουμε τίποτα παραπάνω από κόκκοι άμμου αυτής της παραλίας.”  Πάντα αρεσκόταν να μιλά με μεταφορές και παρομοιώσεις. Η Αλίκη το σιχαινόταν αυτό, όσο τίποτα γιατί τόνιζε την  θνησιμότητα της που για κανένα λόγο δεν παραδεχόταν.
Η Αλίκη έγειρε προς το παράθυρο και κοίταξε το κατακόκκινο φεγγάρι. Φεγγάρι του κυνηγού συνήθιζαν να το λένε ή ματωμένο φεγγάρι. “Είναι η νύχτα σου” της είπε και εκείνη χαμογέλασε. Δεν είναι καλό να σου χαμογελάει η Αλίκη όπως δεν είναι καλό να σου χαμογελάει ο θάνατος.
Η λυκοφιλία τους κράταγε χρόνια. Όταν ασχολείσαι με την Τέχνη για κάμποσα χρόνια, ξέρεις. Οι λυκοφιλίες είναι το δεύτερο καλύτερο “πράγμα” που μπορείς να έχεις. Το πρώτο είναι τα μυστικά σου. 
Κάποιος στο βάθος ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και κάποιος άλλος έβηξε. Κανείς από του δυο δεν συγκινήθηκε. Άσχημες εποχές έρχονταν και το ήξεραν και οι δύο αρκετά καλά. Ήταν εποχή για συμμαχίες, έστω κι αν αυτές ήταν πραγματικά προσωρινές. Το κόκκινο φεγγάρι ήταν απλά η αφορμή. Ψίθυροι για το τι θα γίνει κυκλοφορούσαν χρόνια, απλά όλοι τους, τους αγνοούσαν επιδεικτικά. Ίσως για να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια του χειμώνα.
Το νησί του “Τίποτα” είχε αρχίσει να σβήνει από τις μνήμες των “ανθρώπων”, όπως και η ποινή της Αλίκης. “οι θνητοί ξεχνάνε, Αντέα.  Εσύ το ξέρεις καλά αυτό”. Ναι το ήξερε! Πριν πολλά χρόνια τους κυνηγούσαν σαν τα αγριογούρουνα στο δάσος! Μπορεί να είναι επικίνδυνο αλλά μπορείς να τα σκοτώσεις. Έτσι και αυτοί με την σειρά τους άφησαν του ανθρώπους να ξεχάσουν και να βρουν ένα καινούριο παιχνίδι να παίζουν. Τα καινούρια παιχνίδια αυτή τη φορά ήταν η “επιστήμη” και ο “ρεαλισμός”. Ωραία παιχνίδια, βολεύουν.
“Κανείς δεν νοιάζεται ποια Αντέα, οι άνθρωποι δεν βλέπου μπροστά τους. Πριν από “μερικά” χρόνια θα με κυνηγούσαν σαν το σκυλί μόλις έφευγα από το τίποτα!”. Το “μερικά” ήταν επίσης σχετικό. “Μην είσαι χαζή, μπορεί οι άνθρωποι να ξεχνάνε, αλλά  και πάλι φοβούνται ό,τι δεν καταλαβαίνουν… Επειδή το να κάτσεις να καταλάβεις παίρνει χρόνο, προτιμούν να το εξαφανίσουν και να υποκριθούν πως δεν υπήρξε ποτέ…” της είπε με τα χείλη του να σχηματίζουν ένα πικρό χαμόγελο…

1 σχόλιο:

Javatzis είπε...

Ωραίο Αντρέα! Keep up the good work!